Το φυσικό πάθος του ζωγράφου
«Απ' όλους τους Έλληνες ζωγράφους της γενιάς του, της γενιάς που αντέδρασε στον εμπρεσιονισμό, ο Σπύρος Παπαλουκάς μένει ο πιο ζωγραφικός. Η ζωγραφικότης, το φυσικό πάθος του ζωγράφου για το χρώμα και το φως, τον έσωσε από τους σκοπέλους του γραφισμού που πάντα θα συναντήσει ένας ζωγράφος, όταν θέλει ν' αναθέσει στο σχέδιο παραπάνω βάρη απ' αυτά που μπορεί να σηκώσει μόνο του.
Πίσω από τις χαράξεις του και τις αναλύσεις του, που ήταν περισσότερο ερμητικές και μυστικές παρά ορθολογιστικές, υπήρχε μια ανθρώπινη καρδιά γεμάτη ενθουσιασμό και μια δράση μεστή. Αν σ' αυτές τις βασικές αρετές του Παπαλουκά προσθέσουμε τη θερμή ευλαβικότατα του χεριού του, θα καταλάβουμε γιατί το έργο του όλο και θα κερδίζει όσο περνά ο καιρός».
Η βιωματική αφομοίωση της παράδοσης και του μοντερνισμού
«Η ένταξη της Ελληνικής τέχνης στην πορεία του μοντερνισμού δεν αρκεί να κρίνεται από την παρακολούθηση των μορφών τέχνης που ισχύουν κάθε φορά. Η παρακολούθηση των προβληματισμών που οδηγούν σε αυτές τις μορφές είναι το ουσιώδες. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε και ενδογενείς προτάσεις όπως αυτές που βρίσκουμε στο έργο του Παπαλουκά. Προέρχονται από την αξιοποίηση της αντίληψης του πλασμού της Βυζαντινής τέχνης κατά τις κατευθύνσεις της προβληματικής των μεταεμπρεσιονιστών για την απόδοση με μονάδες επιπέδου του χώρου και των μορφών. Πρόκειται για έναν δημιουργικό συσχετισμό που αποδίδει διττά, τόσο προς την ενεργοποίηση της παράδοσης, όσο και προς τη βιωματική αφομοίωση και άσκηση των αρχών που εισήγαγαν την τέχνη του αιώνα μας σε νέους δρόμους».
Χρώμα και επιστήμη
«Ο Παπαλουκάς μελετάει τη σχέση ζεστών και ψυχρών χρωμάτων, το παιγνίδι των χρωματικών αντιθέσεων. Καθαρές και δυνατές οι εναρμονίσεις του και οι αντιθέσεις.
Οργανώνει στην επιφάνειά του τα χρώματα γύρω από ’να φωτεινό κέντρο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του βάθους, των αποστάσεων, των μεγεθών, των όγκων, της στατικής, της διαφοροποίησης της μιας ποιότητας από την άλλη, τοποθετώντας στο κέντρο τη σαφή λεπτομέρεια, διαμαντένια σταλαγματιά.
Τα πορίσματα της μελέτης του απάνω στο χρώμα, δεν είναι άσχετα με την οπτική, τη φυσιολογία του οφθαλμού, τις θεωρίες της οράσεως. Από την εμπρεσιονιστική της αφετηρία, η ζωγραφική του δένεται με την ανάπτυξη της επιστήμης στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Με το πινέλο στο χέρι στοχάζεται. Ζωγραφίσει σα να μετρά. Αρνιέται κάθε ανεξακρίβωτη μαγεία. Αποκλείει κάθε τυχαίο και αυθαίρετο».
Ένας Ευρωπαίος ζωγράφος
«Αυτό που θέλω να κάνω είναι μια πρώτη προσπάθεια να τοποθετήσω τον Παπαλουκά μέσα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, δίπλα στους μεγάλους ζωγράφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Για να γίνω πιο κατανοητός θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Pierre Bonnard και τη συγγένειά του με τον ζωγράφο μας. Όσο διαφορετικές και αν είναι οι ηλικίες, η καταγωγή και η παιδεία τους, από το ’20 και μετά, ο βίος τους είναι παράλληλος.
Και οι δύο, με τη μονομανία που τους χαρακτηρίζει, χρησιμοποιώντας τα ίδια ζωγραφικά μέσα και πιστεύοντας βαθιά στην αυτονομία του ζωγραφικού κόσμου, προσπαθούν να τοποθετηθούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και σ’ αυτό που βλέπουν, να καταγράψουν αυτό το «κενό», τη θέση τους στον νοητό χώρο που βρίσκονται … Όλα αυτά γίνονται με έναν εντελώς προσωπικό και μύχιο τρόπο, έξω από την κύρια συζήτηση της εποχής τους… Για τον Bonnard, όπως και για τον Παπαλουκά, σημασία δεν έχει ο κάθε σταθμός, μα το ίδιο το ταξίδι, η θέα απ’ το παράθυρο του βαγονιού.
Αυτά τα υπέρλαμπρα φωτεινά διαμάντια του Σπύρου Παπαλουκά υπάρχουν και κάποτε θα πάρουν τη θέση τους. Τότε δεν θα κερδίσουμε μόνον εμείς, εμείς εξάλλου τα ξέρουμε, αλλά κυρίως η ευρωπαϊκή ζωγραφική που, και με δικιά μας υπαιτιότητα, ο Σπύρος Παπαλουκάς τής είναι, ακόμα, εντελώς άγνωστος».